Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

η αριθμητική

  • 1 αριθμητικη

         (sc. τέχνη) искусство счета, учение о числах, арифметика Plat., Arst.

    Древнегреческо-русский словарь > αριθμητικη

  • 2 αριθμητική

    η арифметика

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αριθμητική

  • 3 αριθμητικός

    η, ό[ν]
    1) численный, числовой; цифровой;

    αριθμητική αναλογία — числовое соотношение;

    2) арифметический;

    αριθμητική πρόοδος — арифметическая прогрессия;

    αριθμητικό πρόβλημα — арифметическая задача;

    3) счётный, используемый для счёта;

    αριθμητική μηχανή — арифмометр

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αριθμητικός

  • 4 αλλος

         ἄλλος
        ἄλλη, ἄλλο
        1) другой, иной
        

    ἄ. (ὅ или ἕτερος) μὲν …, ἄ. δέ Hom., Thuc., Xen. — один …, а другой …;

        ἄ. ἄλλοισιν ἀνέρ ἐπιτέρπεται ἔργοις Hom. — один находит удовольствие в одном, другой - в другом;
        εἴ τις ἄ. εὔνους παρῆν Thuc. — всякий, кто только был благожелательно настроен;
        εἴ τις καὴ ἄ. Xen., Luc. (больше или лучше) чем кто-л.

        2) (преимущ. с членом) прочий, остальной
        

    τὰ ἄλλα (in crasi τἄλλα и τἆλλα) Thuc., Xen., Plat. — прочее;

        ἥ ἄλλη Ἑλλάς Xen.остальная Греция

        3) (для усиления личных и указат. местоим.)
        

    οὐκ ἐθέλοιμι μάχεσθαι ἡμέας τοὺς ἄλλους Hom. — не желал бы я, чтобы мы вступали в бой;

        ὅμοιος τοῖς ἄλλοις ὑμῖν Luc. — подобный всем вам;
        ἄ. τοιοῦτος Plat. — такой же точно;
        ἄλλοι τοσοῦτοι Xen. — столь же многочисленные, столько же

        4) другой, не тот, непохожий
        

    τίς ἄ., πλήν …;

        Xen. и τίς ἄ., εἰ μή …;
        Hom. — кто же иной, как не …?;
        ἆρα ἄλλη τις ἢ ἀριθμητική ; Plat. — разве это не есть учение о числах?;
        οὔτις ἄ. ἀντ΄ ἐμοῦ Aesch. — никто иной, кроме меня;
        οὐδεὴς ἄ. πρὸ σεῦ Her. — никто иной, помимо тебя;
        οὐκ ἔχω παρὰ ταῦτα ἄλλα φάναι Plat.ничего другого я сказать не могу

        5) следующий, ближайший
        

    εἰς ἄλλας ὥρας Eur. — в следующем году;

        τῇ ἄλλῃ ἡμέρᾳ Xen.на следующий день

        6) (при числит. порядк. и перечислениях) в значении и еще, сверх того, а также
        

    κακὸν τόδ΄ ἄλλο δεύτερον Soph. — и еще это второе несчастье;

        μετὰ τούτους πέμπτος ποταμὸς ἄ. Her. — кроме них (имеется) еще пятая река;
        ὕδατά τε καὴ τὰ ἄλλα σῖτα Plat. — напитки, а также яства;
        ἄ. καὴ ἄ., εἶτα πολλοί Xen. — еще один, потом еще, наконец (целая) толпа

        7) другой, второй
        

    (αὐτὸς λέγων καὴ ἄ. ἀκούων Plat.)

        ἄ. οὗτος Ἡρακλῆς Plut.это второй Геракл

        8) чужой, незнакомый
        

    (ὁδίτης Hom.)

        τις ἄ. ἐξ ἄλλης χθονός Soph.кто-то чужой из чужой земли

    Древнегреческо-русский словарь > αλλος

  • 5 ισοτης

        - ητος ἥ
        1) тж. pl. равенство
        

    (ἰ., ἣ φίλους φίλοις συνδεῖ Eur.; ἰ. ἀριθμητική и ἀριθμῷ Arst.; τὰς ἰσότητας καὴ τὰς δημοκρατίας ἐπαινεῖν Isocr.)

        ἐν ἰσότητι и κατ΄ ἰσότητα Arst. — на началах равенства;
        ἐξ ἰσότητος NT. — поровну, равномерно

        2) беспристрастие, справедливость
        

    (ἰ. καὴ φιλανθρωπία Polyb.; ἰ. καὴ σωφροσύνη Plut.; τὸ δίκαιον καὴ ἥ ἰ. NT.)

    Древнегреческо-русский словарь > ισοτης

  • 6 γυμνάζω

    μετ.
    1) упражнять, тренировать; муштровать; 2) обучать (чему-л.); приучать (к чему-л.);

    γυμνάζ στην αριθμητική — учить арифметике;

    γυμνάζω στην πειθαρχία — приучать к дисциплине;

    3) дрессировать;

    γυμνάζομαι

    1) — тренироваться, упражняться (в чём-л.);

    2) заниматься гимнастикой

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γυμνάζω

  • 7 δυνάμεις

    μου (или ανώτερο των δυνάμεων μου) это сверх моих сил;

    στην ακμή των δυνάμειςάμεων — в расцвете сил;

    2) численность;

    αριθμητική δυνάμεις — численный состав;

    συνολική δυνάμεις — общая численность;

    δυνάμεις τριακοσίων ανδρών — численностью в триста человек;

    3) держава;
    μεγάλες δυνάμεις великие державы; 4) крепость (вина, раствора и т. п.); 5) πλ. воен, силы, войска;

    ένοπλες δυνάμειςάμεις — вооружённые силы;

    ναυτικές (αεροπορικές) δυνάμειςάμεις — морские (воздушные) силы;

    6) мат. степень;

    § δυνάμειςάμει... — в силу, на основании...;

    δυνάμειςάμει τού άρθρου πέντε — на основании статьи пятой;

    πάσει ( — или πάση) δυνάμειςάμει — или με όλες τίς δυνάμειςάμεις — всеми силами, изо всех сил;

    (τό) κατά δυνάμειςαμιν — по возможности; — по мере возможности

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δυνάμεις

  • 8 πράξη

    [-ις (-εως)] η
    1) поступок, акт, действие, дело; акция (книжн.);

    καλή πράξη — доброе дело;

    ευγενική πράξη — благородный поступок;

    τρομοκρατική πράξη — террористический акт;

    εγκληματικές πράξεις — преступные действия;

    2) практика, дело;

    στην πράξη — на практике, на деле;

    στην πράξη κι' όχι στα λόγια — не на словах, а на деле;

    3) практика, опыт; навык, сноровка;

    μου λείπει η πράξη — у меня нет практических навыков, опыта, я неопытен;

    4) сделка, операция;

    εμπορική πράξη — торговая сделка;

    χρηματιστηριακή πράξη — финансовая, биржевая операция;

    5) акт (документ);

    συμβολαιογραφική πράξη — нотариальный акт;

    ληξιαρχική πράξη — акт гражданского состояния;

    συντάσσω την πράξη της πούλησης τού σπιτιού — составлять акт о продаже дома;

    6) постановление, решение;
    7) театр. действие, акт;

    δράμα εις πράξεις τρείς — драма в трёх действиях;

    8) мат. действие;

    αριθμητική πράξη — арифметическое действие;

    9) совокупление, половое сношение;

    § κάνω πράξη (τίς αποφάσεις) — осуществлять, реализовать, проводить в жизнь (решения);

    γίνομαι πράξη — осуществляться, становиться реальностью, былью

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πράξη

  • 9 πρόοδος

    η
    1) прогресс, движение вперёд; развитие; процветание;

    κοινωνική πρόοδος — социальный прогресс;

    2) прогрессирование;

    πρόοδος της νόσου — прогрессирование болезни;

    3) достижение, успех; успеваемость;
    4) мат. прогрессия;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πρόοδος

  • 10 υπεροχή

    η
    1) превосходство, преимущество, перевес;

    η αριθμητική υπεροχή — численное превосходство;

    η υπεροχή τού σοσιαλιστικού συστήματος — преимущества социалистической системы;

    2) мат. остаток;
    3) излишек, избыток

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > υπεροχή

См. также в других словарях:

  • αριθμητική — Ο κλάδος των μαθηματικών που μελετά τους φυσικούς αριθμούς: 1, 2, 3, 4... Η ενασχόληση με τους φυσικούς αριθμούς είναι τόσο παλιά όσο και ο άνθρωπος, η α. όμως ως επιστήμη είναι σχετικά νέα. Ως θεμελιωτής της α. μπορεί να θεωρηθεί o Πυθαγόρας,… …   Dictionary of Greek

  • ἀριθμητικῇ — ἀριθμητικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριθμητική — ἀριθμητικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόοδος — Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζονται 3 ειδικές ακολουθίες πραγματικών ή –γενικότερα– μιγαδικών αριθμών· οι ακολουθίες αυτές φέρουν τις ονομασίες: αριθμητική π., γεωμετρική π., αρμονική π. Έστω (α): α1, α2,..., αν... μία ακολουθία μιγαδικών, γενικά,… …   Dictionary of Greek

  • αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… …   Dictionary of Greek

  • αρίθμηση — Η παράσταση των φυσικών αριθμών (δηλαδή των θετικών ακεραίων) με ένα κατάλληλο σύστημα, το οποίο να χρειάζεται έναν περιορισμένο αριθμό συμβόλων. Συνεπώς το πρόβλημα της α. μπορεί να τεθεί ως εξής: «να παρασταθεί ένας οποιοσδήποτε φυσικός αριθμός …   Dictionary of Greek

  • μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… …   Dictionary of Greek

  • πράξεις αριθμητικές — Στα μαθηματικά, και ιδιαίτερα στην αριθμητική και στην άλγεβρα, ο όρος πράξη χρησιμοποιείται ως συνώνυμο των νόμων σύνθεσης, δηλαδή των κανόνων που επιτρέπουν τον συνδυασμό ν αριθμών ή, γενικότερα, ν στοιχείων δεδομένων κατά μια τάξη, και… …   Dictionary of Greek

  • αριθμητικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην αρίθμηση ή στους αριθμούς: Το πρόβλημα αυτό δεν είναι αλγεβρικό, αλλά αριθμητικό. 2. αυτός που εκφράζεται με αριθμό: Ζήτησε κατάσταση αριθμητική, όχι ονομαστική. 3. (γραμμ.), αριθμητικά, τα επίθετα, ουσιαστικά… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άλγεβρα — Ευρύτατος κύκλος επιστημονικών γνώσεων που ανάγονται στα μαθηματικά. Όρος με τον οποίο σήμερα χαρακτηρίζεται ο εκτενής εκείνος κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη σπουδή των συστημάτων με σχέσεις και πράξεις. Πρόκειται για συστήματα που… …   Dictionary of Greek

  • αριθμητικός — ή, ό (AM ἀριθμητικός, ή, όν) [αριθμητός] 1. ο σχετικός με την αρίθμηση, τους αριθμούς και την αριθμητική 2. αυτός που εκφράζεται με αριθμούς ή εκφράζει αριθμούς 3. το θηλ. ως ουσ. η αριθμητική η επιστήμη των αριθμών νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»